αυθυποβάλλομαι

αυθυποβάλλομαι
υφίσταμαι αυθυποβολή*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυθ- (πρβλ. αυτο-) + υποβάλλομαι. Ο τ. αυθυποβάλλεσθαι μαρτυρείται για πρώτη φορά το 1891 από τον Ορέστη Κατσαρά στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αυθυποβάλλομαι — αυθυποβάλλομαι, αυθυποβλήθηκα βλ. πίν. 147 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αυθυποβάλλομαι — βλήθηκα, ενεργώ ο ίδιος υποβολή (ψυχική επίδραση) στον εαυτό μου: Αυθυποβάλλεται και νομίζει πως είναι άρρωστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υποβάλλω — ὑποβάλλω, ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑββάλλω Α [βάλλω] θέτω κάτι κάτω από κάτι άλλο (α. «υποβάλλω θεμέλια» β. «κάτω μὲν ὑποβαλεῑτε τῶν Μιλησίων ἐρίων», Εύβουλ. γ. «ὑπένερθε δὲ λίθ ὑπέβαλλεν», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. θέτω υπό την κρίση ή την έγκριση κάποιου (α …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”